- ταχυπλοΐα
- η быстроходность (судна)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ταχυπλοΐα — η, ΝΑ [ταχύπλους / πλοος] η ταχύτητα κατά την πλεύση … Dictionary of Greek
ταχυπλοίας — ταχυπλοίᾱς , ταχυπλοία swiftness in sailing fem acc pl ταχυπλοίᾱς , ταχυπλοία swiftness in sailing fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)